- φαλακρώνω
- φαλάκρωσα, φαλακρώθηκα, φαλακρωμένος1. μτβ., κάνω κάποιον ή κάτι φαλακρό (βλ. λ.).2. αμτβ., γίνομαι φαλακρός, μου πέφτουν τα μαλλιά, κάνω φαλάκρα: Ο θείος σου πολύ φαλάκρωσε.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.